- βιομηχανοποιώ
- -ησα, -ήθηκα, βιομηχανοποιημένος1. εκμεταλλεύομαι πρώτες ύλες με βιομηχανικό τρόπο, μετατρέπω βιοτεχνίες ή άλλες εργασίες που γίνονται με τα χέρια σε βιομηχανίες: Πολλές βιοτεχνίες βιομηχανοποιούνται.2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας από αγροτική σε βιομηχανική: Η Ρωσία βιομηχανοποιήθηκε μετά την οκτωβριανή επανάσταση.3. τυποποιώ, βάζω σε καλούπια: Η ζωή μας κινδυνεύει να βιομηχανοποιηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.