βιομηχανοποιώ

βιομηχανοποιώ
-ησα, -ήθηκα, βιομηχανοποιημένος
1. εκμεταλλεύομαι πρώτες ύλες με βιομηχανικό τρόπο, μετατρέπω βιοτεχνίες ή άλλες εργασίες που γίνονται με τα χέρια σε βιομηχανίες: Πολλές βιοτεχνίες βιομηχανοποιούνται.
2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας από αγροτική σε βιομηχανική: Η Ρωσία βιομηχανοποιήθηκε μετά την οκτωβριανή επανάσταση.
3. τυποποιώ, βάζω σε καλούπια: Η ζωή μας κινδυνεύει να βιομηχανοποιηθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανοποιώ — βιομηχανοποιώ, βιομηχανοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιομηχανοποιώ — ( έω) 1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική 3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα 4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αβιομηχανοποίητος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε ή δεν μπορεί να υποβληθεί σε βιομηχανική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βιομηχανοποιώ] …   Dictionary of Greek

  • εκβιομηχανίζω — εκβιομηχάνισα, εκβιομηχανίστηκα, εκβιομηχανισμένος, μτβ., αναπτύσσω μια χώρα βιομηχανικά τόσο, ώστε να αποτελεί σ αυτή η βιομηχανία τον κυριότερο παράγοντα της εθνικής της οικονομίας, τη βιομηχανοποιώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”